φθόριο

φθόριο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο ηλεκτραρνητικό απ’ όλα τα στοιχεία, αρκετά διαδεδομένο στη φύση (τα 0,03% του γήινου φλοιού), δεν βρίσκεται σε ελεύθερη κατάσταση αλλά ως φθοριούχα πετρώματα, όπως ο φθορίτης, τα φθοροφωσφορικά, τα φθοροπυριτικά, στον απατίτη, στον κρυόλιθο κλπ. Συναντάται πάντοτε, αν και σε ελάχιστες ποσότητες, στο ζωικό βασίλειο (στα οστά, στα δόντια, στο ελεφαντοστούν, στο αίμα) και στο φυτικό βασίλειο (στους σπόρους, στα φύλλα και στους κλάδους αρκετών φυτών). Παρασκευάστηκε σε καθαρή κατάσταση, το 1886, από τον Μουασόν με ηλεκτρόλυση του ενυδροφθοριούχου καλίου. Σήμερα παρασκευάζεται με ηλεκτρόλυση του φθοριούχου καλίου σε διάλυμα υδροφθορικού οξέος και σε θερμοκρασία 100°C. Το φ. είναι αέριο κιτρινοπρασινωπό, ερεθιστικής οσμής· έχει πυκνότητα 1,32 σε σχέση με τον αέρα και σημείο βρασμού -188°C. Είναι αρκετά δραστικό και διαβρωτικό, ενώνεται με το υδρογόνο, το άζωτο, το θείο, τον άνθρακα και δύσκολα με το οξυγόνο. Το υδροφθορικό οξύ παρασκευάζεται με επίδραση του θειικού οξέος στο φθοριούχο ασβέστιο και χρησιμοποιείται για την εγχάραξη διακοσμητικών σχέδιων στο γυαλί, επειδή το προσβάλλει με εξαιρετική ευκολία. Μερικές ενώσεις του φ. με άνθρακα εφαρμόζονται στην παραγωγή πλαστικών υλικών υψηλής ποιότητας. Το τεφλόν για παράδειγμα είναι πολυμερές του τετραφθοροαιθυλενίου. Σε καθαρή κατάσταση, το φ. δεν έχει εφαρμογή· τα κυριότερα άλατά του είναι τα φθοριούχα, που χρησιμοποιούνται στην οργανική σύνθεση, στα ψυκτικά μείγματα (διχλωροδιφθορομεθάνο ή φρεόν) και στην παρασκευή πλαστικών υλικών και εντομοκτόνων. Το βρωμοτριφθορομεθάνιο εφαρμόζεται πρόσφατα στους μικρούς φορητούς πυροσβεστήρες, γιατί αποδείχθηκε ισχυρότερο από τα προηγούμενα σχετικά προϊόντα. Ιατρική. Στη φυσιοπαθολογία του ανθρώπου είναι γνωστή η προστατευτική δράση του φ. για την τερηδόνα των δοντιών. Περιέχεται φυσιολογικά στους οδοντικούς ιστούς με τη μορφή του φθοροαπατίτη, του φωσφορικού ασβεστίου και φ., από το οποίο είναι πλούσιος και ο οστεώδης ιστός. Η χρόνια τοξίνωση από φ., βιομηχανικής προέλευσης, εκδηλώνεται ουσιαστικά με βαριές οστεοπάθειες και αρθροπάθειες, εντοπισμένες ειδικότερα στη σπονδυλική στήλη.
* * *
το, Ν
1. χημ. αέριο χημικό στοιχείο με χημικό σύμβολο F και ατομικό αριθμό 9, που είναι το πρώτο μέλος τής ομάδας τών αλογόνων, δηλαδή τής ομάδας Vila τού περιοδικού συστήματος, και απαντά στη φύση μόνον με την μορφή ενώσεών του
2. φρ. «δοκιμή φθορίου»
(γεωλ.-παλαιοντ.) μέθοδος γεωχρονολόγησης που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τής ηλικίας τών απολιθωμένων οστών τα οποία περικλείονται σε μία απόθεση και που βασίζεται στο γεγονός ότι η περιεχόμενη στα οστά ποσότητα φθορίου είναι ανάλογη με τη διάρκεια δράσης τών υπόγειων υδάτων στα οστά αυτά, δεδομένου ότι το φθόριο τών υδάτων αυτών ενώνεται με το φωσφορικό ασβέστιο τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. fluor (< λατ. fluere «ρέω»). Η λ., στον λόγιο τ. φθόριον (< φθορά), μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθοριο- — και φθορο Ν χημ. πρόθημα το οποίο δηλώνει την παρουσία φθορίου σε μια χημική ένωση (πρβλ. φθοροβενζόλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. fluo / fluor(o) / fluori] …   Dictionary of Greek

  • φθόριο — το (χημ.), χημικό στοιχείο, αμέταλλο, αέριο (σύμβολο F, ατομικός αριθμός 9) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • ρόδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Rh· ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 45, ατομικό βάρος 102,91, ένα σταθερό ισότοπο, Rh103, και δυο ραδιενεργά, Rh104, που αποτελείται από δυο πυρηνικά ισομερή με… …   Dictionary of Greek

  • τετραφθορομεθάνιο — το, Ν χημ. άχρωμο αέριο το οποίο υγροποιείται εύκολα, σχηματίζεται με απευθείας ένωση άνθρακα με φθόριο και χρησιμοποιείται ως ψυκτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tetrafluoromethane < tetra (< τετρ[α] *) + fluoro (<… …   Dictionary of Greek

  • φθορίαση — η, Ν 1. ιατρ. δηλητηρίαση από φθόριο και από τα παράγωγά του 2. φρ. α) «οξεία φθορίαση» ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τυχαία λήψη μεγάλης ποσότητας φθοριούχων ενώσεων β) «χρόνια φθορίαση» ιατρ. επαγγελματική νόσος, χρόνια δηλητηρίαση που… …   Dictionary of Greek

  • φθοριοανθρακικός — ή, ό, Ν φρ. «φθοριοανθρακικό άλας» χημ. άλας που προκύπτει από ένα ανθρακικό άλας με αντικατάσταση τού οξυγόνου από το φθόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fluocarbonate < fluor «φθόριο» + carbon «άνθρακας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”